- μυκίνη
- η(βιοχ.) άλλη ονομασία τής βλεννίνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεομυκίνη — η (φαρμ.) αντιβιοτικό τής σειράς τών αμινοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. neomycine (< νε[ο] + μυκίνη)] … Dictionary of Greek
χρυσομυκίνη — η, Ν (φαρμ.) εμπορική ονομασία τού αντιβιοτικού χλωροτετρακυκλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. aureomycin < επίθ. aure ous «χρυσός» (λατ. < aurum «το μέταλλο χρυσός») + mycin (< μυκίνη)] … Dictionary of Greek